φλοισβίζω

φλοισβίζω
αμετ. плескаться (о воде)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φλοισβίζω" в других словарях:

  • φλοισβίζω — Ν (στην ποίηση) (αμτβ.) (για νερά που κινούνται) παφλάζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλοίσβος. Το ρ., στο γ εν. πρόσωπο φλοισβίζει, μαρτυρείται από το 1823 στον Δ. Σολωμό] …   Dictionary of Greek

  • φλοισβίζω — αμτβ. (για νερά που κινούνται), παράγω φλοίσβο, παφλάζω ελαφρά: Πότε φλοισβίζει η θάλασσα, πότε βαρυβογκά (Κ. Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλοίσβισμα — το, Ν [φλοισβίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φλοισβίζω, ο φλοίσβος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»